πλατίτσα

πλατίτσα
η, Ν
ζωολ. κοινή ονομασία τού κυπρινοειδούς ψαριού τών γλυκών νερών Scardinius erythrophthalmus που απαντά στην Κεντρική και Βόρεια Ελλάδα και το οποίο έχει κύριο χαρακτηριστικό τα κοκκινόχρωμα άκρα τών κοιλιακών και τού εδρικού και ουραίου πτερυγίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < πλάτη (< πλατύς)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • καραπλατίτσα — η ζωολ. άλλη κοινή ονομασία τού ψαριού πλατίτσα …   Dictionary of Greek

  • τσιρόνι — και τσιρώνι, το, Ν ζωολ. 1. κοινή ονομασία μικρού περκόμορφου ψαριού τών γλυκών νερών Rutilus rutilus τής οικογένειας κυπρινίδες, το οποίο, καταχρηστικώς, ονομάζεται και πλατίτσα 2. (καταχρ.) κοινή ονομασία τού μικρόσωμου ψαριού αλβούρνος, που… …   Dictionary of Greek

  • plătică — PLĂTÍCĂ1, plătici, s.f. Peşte de apă dulce din familia ciprinidelor, cu corpul turtit lateral, cu capul mic şi scurt (Abramis brama). – Din bg. platika. Trimis de oprocopiuc, 22.03.2004. Sursa: DEX 98  PLĂTÍCĂ2, plătici, s.f. Arbore mare înrudit …   Dicționar Român

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”